φωνή

φωνή
5456 φωνή
{сущ., 141}
звук, шум, голос, крик, вопль, стук.
Синонимы: 3056 (λόγος).
Ссылки: Мф. 2:18; 3:3, 17; 12:19; 17:5; 24:31; 27:46, 50; Мк. 1:3, 11, 26; 5:7; 9:7; 15:34, 37; Лк. 1:42, 44; 3:4, 22; 4:33; 8:28; 9:35, 36; 11:27; 17:13, 15; 19:37; 23:23, 46; Ин. 1:23; 3:8, 29; 5:25, 28, 37; 10:3-5, 16, 27; 11:43; 12:28, 30; 18:37; Деян. 2:6, 14; 4:24; 7:31, 57, 60; 8:7; 9:4, 7; 10:13, 15; 11:7, 9; 12:14, 22; 13:27; 14:10, 11; 16:28; 19:34; 22:7, 9, 14, 22; 24:21; 26:14, 24; 1Кор. 14:7, 8, 10, 11; Гал. 4:20; 1Фес. 4:16; Евр. 3:7, 15; 4:7; 12:19, 26; 2Пет. 1:17, 18; 2:16; Откр. 1:10, 12, 15; 3:20; 4:1, 5; 5:2, 11, 12; 6:1, 6, 7, 10; 7:2, 10; 8:5, 13; 9:9, 13; 10:3, 4, 7, 8; 11:12, 15, 19; 12:10; 14:2, 7, 9, 13, 15; 16:1, 17, 18; 18:2, 4, 22, 23; 19:1, 5, 6, 17; 21:3.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φωνή" в других словарях:

  • φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖς — φωνή sound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»